τελειότητα

Count: 4

NOM.SG FEM τελειότης NOUN completeness, perfection

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

τελειότητα ACC.SG FEM τελειότης NOUN 352

Other Forms With Same Analysis

τελειότης NOM.SG FEM τελειότης NOUN 209
τελειότηϲ NOM.SG FEM τελειότης NOUN 4
τελειότης᾿ NOM.SG FEM τελειότης NOUN 1
τελειότητί NOM.SG FEM τελειότης NOUN 1