ἀποφλεγματισμοὶ

Count: 4

NOM.PL MASC ἀποφλεγματισμός NOUN purging of phlegm

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀποφλεγματισμοὶ PRF MID NOM.PL MASC PTCP ἀποφλεγματισμός VERB 1

Other Forms With Same Analysis

Ἀποφλεγματισμοὶ NOM.PL MASC ἀποφλεγματισμός NOUN 2
ἀποφλεγματισμοί NOM.PL MASC ἀποφλεγματισμός NOUN 1