Γραμματικός

Count: 4

NOM.SG MASC γραμματικός NOUN knowing one's letters, well grounded in the rudiments, a grammarian

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

γραμματικόϲ NOM.SG MASC γραμματικός NOUN 6
γραμματικὸς NOM.SG MASC γραμματικός NOUN 1
γραμματικκὸς NOM.SG MASC γραμματικός NOUN 1
Γραμματικὸς NOM.SG MASC γραμματικός NOUN 1