κάμινος

Count: 4

NOM.SG MASC κάμινος NOUN an oven, furnace, kiln

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κάμινος NOM.SG FEM κάμινος NOUN 19
κάμινος NOM.SG FEM κάμινος ADJ 9
κάμινος NOM.SG MASC κάμινος ADJ 6
κάμινος GEN.SG FEM κάμινος NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

κάμινός NOM.SG MASC κάμινος NOUN 4
Κάμινοϲ NOM.SG MASC κάμινος NOUN 2
Κάμινος NOM.SG MASC κάμινος NOUN 1
κάμινοϲ NOM.SG MASC κάμινος NOUN 1