μεγιστάνων

Count: 4

GEN.PL MASC δυνάστης NOUN a lord, master, ruler

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεγιστάνων GEN.PL MASC δυνάστης ADJ 15
μεγιστάνων GEN.PL NEUT δυνάστης NOUN 13
μεγιστάνων SUP GEN.PL MASC δυνάστης ADJ 6
μεγιστάνων GEN.PL NEUT δυνάστης ADJ 5
μεγιστάνων PRES ACT NOM.SG MASC PTCP δυνάστης VERB 2
μεγιστάνων SUP ACC.SG FEM δυνάστης ADJ 2
μεγιστάνων SUP GEN.PL NEUT δυνάστης ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

δυναστῶν GEN.PL MASC δυνάστης NOUN 119
δυναστέων GEN.PL MASC δυνάστης NOUN 1
μεγιστάναων GEN.PL MASC δυνάστης NOUN 1