διθυράμβοις

Count: 4

DAT.PL MASC διθύραμβος NOUN the dithyramb

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διθυράμβοις DAT.PL MASC διθύραμβος ADJ 3
διθυράμβοις DAT.PL NEUT διθύραμβος ADJ 1
διθυράμβοις DAT.PL NEUT διθύραμβος NOUN 1
διθυράμβοις DAT.PL FEM διθύραμβος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Διθυράμβοις DAT.PL MASC διθύραμβος NOUN 2
Διθυράμβοιϲ DAT.PL MASC διθύραμβος NOUN 1