κυκλοφορητικόν

Count: 4

NOM.SG NEUT κυκλοφορητικός NOUN moving in a circle, circular

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κυκλοφορητικόν NOM.SG NEUT κυκλοφορητικός ADJ 10
κυκλοφορητικόν ACC.SG NEUT κυκλοφορητικός ADJ 2
κυκλοφορητικόν ACC.SG NEUT κυκλοφορητικόs ADJ 1