δάκτυλός

Count: 4

NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN a finger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δάκτυλός GEN.SG FEM δάκτυλος NOUN 1
δάκτυλός GEN.SG NEUT δάκτυλος NOUN 1
δάκτυλός NOM.SG FEM δάκτυλος ADJ 1
δάκτυλός NOM.SG MASC δάκτυλος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

δάκτυλος NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 136
δάκτυλοϲ NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 14
δακτύλιός NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 6
Δάκτυλος NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 6
δάκτυλον NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 1
δάκτυλος᾿ NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 1