Περιπατητικούς

Count: 4

ACC.PL MASC περιπατητικός NOUN walking about while teaching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Περιπατητικούς ACC.PL MASC περιπατητικός ADJ 2
Περιπατητικούς GEN.SG MASC περιπατητικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Περιπατητικοὺς ACC.PL MASC περιπατητικός NOUN 2