κατόπτης

Count: 4

NOM.SG MASC κατόπτης NOUN a spy, scout

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατόπτης NOM.SG MASC κατόπτης ADJ 1
κατόπτης GEN.SG FEM κατόπτης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Κατόπτηϲ NOM.SG MASC κατόπτης NOUN 1
κατόπτηϲ NOM.SG MASC κατόπτης NOUN 1