μεταχειριεῖται

Count: 4

PRES MID 3SG IND μεταχειρίζω VERB to take in hand, have in hand, conduct, pursue, treat

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεταχειριεῖται FUT MID 3SG IND μεταχειρίζω VERB 3

Other Forms With Same Analysis

μεταχειρίζεται PRES MID 3SG IND μεταχειρίζω VERB 35
μεταχειριεῖταί PRES MID 3SG IND μεταχειρίζω VERB 2
μεταχειρίζεταί PRES MID 3SG IND μεταχειρίζω VERB 1
Μεταχειρίζεται PRES MID 3SG IND μεταχειρίζω VERB 1