λεπτοῦ

Count: 4

INDECL λεπτός ADV (husked, threshed) fine, thin, delicate, subtle

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λεπτοῦ GEN.SG NEUT λεπτός ADJ 121
λεπτοῦ GEN.SG MASC λεπτός ADJ 89
λεπτοῦ PRES MID 2SG IMP λεπτός VERB 2
λεπτοῦ GEN.SG FEM λεπτός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

λεπτῶς INDECL λεπτός ADV 95
λεπτῇ INDECL λεπτός ADV 2
λεπτῶϲ INDECL λεπτός ADV 2
βοαχὺ INDECL λεπτός ADV 1
λεπτοτάτως INDECL λεπτός ADV 1
λεπτὸν INDECL λεπτός ADV 1
λεπτὴν INDECL λεπτός ADV 1
λεπτοῖϲ INDECL λεπτός ADV 1
σχρὰν INDECL λεπτός ADV 1