παραγωγὰ

Count: 4

NOM.PL NEUT παραγωγός NOUN misleading, deceitful

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

παραγωγὰ ACC.PL NEUT παραγωγός ADJ 7
παραγωγὰ ACC.PL NEUT παραγωγός NOUN 6
παραγωγὰ NOM.PL NEUT παραγωγός ADJ 5
παραγωγὰ NOM.SG FEM παραγωγός NOUN 4
παραγωγὰ PRES ACT 2SG IMP παραγωγός VERB 1