κατηφείη

Count: 4

NOM.SG FEM κατήφεια NOUN dejection, sorrow, shame

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατηφείη AOR PASS 3SG OPT κατήφεια VERB 4
κατηφείη AOR PASS 3SG IND κατήφεια VERB 3
κατηφείη PRES ACT 3SG OPT κατήφεια VERB 1

Other Forms With Same Analysis

κατήφεια NOM.SG FEM κατήφεια NOUN 26
κατήφειά NOM.SG FEM κατήφεια NOUN 2
Κατήφεια NOM.SG FEM κατήφεια NOUN 1