ἐκτιναγμὸς

Count: 4

NOM.SG MASC ἐκτιναγμός NOUN shaking out, violent shaking

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἐκτιναγμὸϲ NOM.SG MASC ἐκτιναγμός NOUN 2
Ἐκτιναγμὸϲ NOM.SG MASC ἐκτιναγμός NOUN 1
ἐκτιναγμόϲ NOM.SG MASC ἐκτιναγμός NOUN 1
Ἐκτιναγμὸς NOM.SG MASC ἐκτιναγμός NOUN 1
ἐκτιναγμός NOM.SG MASC ἐκτιναγμός NOUN 1