κροκοδείλοις

Count: 4

DAT.PL MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκοδείλοις DAT.PL MASC κροκόδειλος ADJ 6
κροκοδείλοις DAT.PL NEUT κροκόδειλος NOUN 2
κροκοδείλοις DAT.PL NEUT κροκόδειλος ADJ 1