βορβορώδη

Count: 4

ACC.SG FEM βορβορώδης ADJ muddy, miry

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

βορβορώδη ACC.PL NEUT βορβορώδης ADJ 2
βορβορώδη ACC.SG FEM βορβορώδης NOUN 1
βορβορώδη NOM.PL NEUT βορβορώδης ADJ 1
βορβορώδη ACC.SG MASC βορβορώδης ADJ 1