δικέφαλος

Count: 4

NOM.SG MASC δικέφαλος NOUN two-headed

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικέφαλος NOM.SG FEM δικέφαλος ADJ 2
δικέφαλος GEN.SG MASC δικέφαλος NOUN 1