διαφθείρεται

Count: 4

FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαφθείρεται PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 180
διαφθείρεται AOR MID 3SG SBJV διαφθείρω VERB 7

Other Forms With Same Analysis

διαφθαρήσεται FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 17
διαφθαρεῖται FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθαρήσεταί FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1