παθητικόν

Count: 4

ACC.SG NEUT παθητικός NOUN subject to feeling, capable of feeling

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

παθητικόν NOM.SG NEUT παθητικός ADJ 52
παθητικόν ACC.SG NEUT παθητικός ADJ 49
παθητικόν NOM.SG NEUT παθητικός NOUN 4
παθητικόν ACC.SG MASC παθητικός ADJ 3
παθητικόν ACC.SG FEM παθητικός ADJ 1