πτερωτός

Count: 4

GEN.SG MASC πτερωτός NOUN feathered

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πτερωτός NOM.SG MASC πτερωτός ADJ 27
πτερωτός NOM.SG MASC πτερωτός NOUN 8

Other Forms With Same Analysis

πτερωτοῦ GEN.SG MASC πτερωτός NOUN 22
πτερωτός᾿ GEN.SG MASC πτερωτός NOUN 1