γελαστικόν᾿

Count: 4

NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ inclined to laugh

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γελαστικόν᾿ ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 2
γελαστικόν᾿ ACC.SG FEM γελαστικός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

γελαστικόν NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 106
γελαστικὸν NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 106
γελαστικ NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 1