συγχωρήσεις

Count: 4

ACC.PL FEM συγχώρησις NOUN agreement, consent

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συγχωρήσεις FUT ACT 2SG IND συγχώρησις VERB 12
συγχωρήσεις PRES ACT 2SG IND συγχώρησις VERB 1
συγχωρήσεις NOM.PL FEM συγχώρησις NOUN 1