συγκομιδὴ

Count: 4

NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN a gathering in

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συγκομιδή NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 3
ϲυγκομιδὴ NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 1
Συγκομιδή NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 1
ξυγκομιδὴ NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 1