διάμετρός

Count: 5

NOM.SG FEM διάμετρος NOUN diametrically opposed; diameter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάμετρός NOM.SG MASC διάμετρος NOUN 40

Other Forms With Same Analysis

διάμετρος NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 457
διάμετροϲ NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 3
διάμετρος> NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 1
διάμετρα NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 1
Διάμετρος NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 1
διάμετρον NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 1