ταλαίπωροϲ

Count: 5

NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ suffering, miserable

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ταλαίπωροϲ NOM.SG NEUT ταλαίπωρος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ταλαίπωρος NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ 56
ταλαίπωρός NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ 2
Ταλαίπωρος NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ 1
ταλαίπωυρος NOM.SG MASC ταλαίπωρος ADJ 1