Διάβολος

Count: 5

NOM.SG MASC διάβολος NOUN slanderous, backbiting

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Διάβολος NOM.SG MASC διάβολος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

διάβολος NOM.SG MASC διάβολος NOUN 447
διάβολός NOM.SG MASC διάβολος NOUN 17
διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος NOUN 4
Διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος NOUN 3
διαβόλου NOM.SG MASC διάβολος NOUN 1
διάβολος< NOM.SG MASC διάβολος NOUN 1