δολόμητις

Count: 5

NOM.SG FEM δολομήτης NOUN crafty of counsel, wily

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δολόμητις NOM.SG MASC δολομήτης NOUN 4
δολόμητις NOM.SG FEM δολομήτης ADJ 3
δολόμητις NOM.SG MASC δολομήτης ADJ 1
δολόμητις NOM.SG δολομήτης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δολόμητιϲ NOM.SG FEM δολομήτης NOUN 4
Δολόμητιϲ NOM.SG FEM δολομήτης NOUN 1