πολλαπλασιασμὸς

Count: 5

NOM.SG MASC πολλαπλασιασμός NOUN multiplication

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Πολλαπλασιασμός NOM.SG MASC πολλαπλασιασμός NOUN 1
πολλαπλασιασμός NOM.SG MASC πολλαπλασιασμός NOUN 1