δισύλλαβος

Count: 5

NOM.SG MASC δισύλλαβος NOUN of two syllables

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δισύλλαβος NOM.SG MASC δισύλλαβος ADJ 2
δισύλλαβος NOM.SG FEM δισύλλαβος NOUN 2
δισύλλαβος GEN.SG MASC δισύλλαβος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δισύλλαβον NOM.SG MASC δισύλλαβος NOUN 1
Δισυλλάβων NOM.SG MASC δισύλλαβος NOUN 1