Ἐκκλησιαστικὸς

Count: 5

NOM.SG MASC ἐκκλησιαστικός ADJ of or for the ἐκκλησία, assembly

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Ἐκκλησιαστικὸς NOM.SG MASC ἐκκλησιαστικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ἐκκλησιαστικὸς NOM.SG MASC ἐκκλησιαστικός ADJ 27
Ἐκκλησιαστικός NOM.SG MASC ἐκκλησιαστικός ADJ 1
ἐκκλησιαστικός NOM.SG MASC ἐκκλησιαστικός ADJ 1