διάτορον

Count: 5

ACC.SG MASC διάτορος NOUN piercing, galling

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάτορον ACC.SG MASC διάτορος ADJ 2
διάτορον ACC.SG NEUT διάτορος ADJ 1
διάτορον ACC.SG FEM διάτορος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Διάτορον ACC.SG MASC διάτορος NOUN 1
Διατορώτατον ACC.SG MASC διάτορος NOUN 1