συμμορίαι

Count: 5

NOM.PL FEM συμμορία NOUN a co-partnership

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ξυμμορίαι NOM.PL FEM συμμορία NOUN 2
ξυγκληρίαι NOM.PL FEM συμμορία NOUN 1
ϲυμμορίαι NOM.PL FEM συμμορία NOUN 1
ϲυμμορίᾳ NOM.PL FEM συμμορία NOUN 1