λωτός

Count: 5

NOM.SG MASC λωτός NOUN the lotus; flute, pipe, tube

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λωτός NOM.SG MASC λωτός ADJ 5
λωτός GEN.SG MASC λωτός NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

λωτὸς NOM.SG MASC λωτός NOUN 21
Λωτάν NOM.SG MASC λωτός NOUN 3
Λωτὸς NOM.SG MASC λωτός NOUN 2
Λωτόϲ NOM.SG MASC λωτός NOUN 1
λωτὸϲ NOM.SG MASC λωτός NOUN 1
λωτόϲ NOM.SG MASC λωτός NOUN 1