συμφοιτητής

Count: 5

NOM.SG MASC συμφοιτητής NOUN a school-fellow

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συμφοιτητὴς NOM.SG MASC συμφοιτητής NOUN 11
ϲυμφοιτητήϲ NOM.SG MASC συμφοιτητής NOUN 1
ϲυμφοιτητὴϲ NOM.SG MASC συμφοιτητής NOUN 1