πολιτεία

Count: 6

DAT.SG FEM πολιτεία NOUN citizenship, citizen body, constitution

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πολιτεία NOM.SG FEM πολιτεία NOUN 314
πολιτεία NOM.DU FEM πολιτεία NOUN 3
πολιτεία ACC.SG FEM πολιτεία NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

πολιτείᾳ DAT.SG FEM πολιτεία NOUN 591
Πολιτείᾳ DAT.SG FEM πολιτεία NOUN 130
πολιτείαι DAT.SG FEM πολιτεία NOUN 3
Πολιτεία DAT.SG FEM πολιτεία NOUN 2
Πολιτείαι DAT.SG FEM πολιτεία NOUN 2
Πολιτειᾳ DAT.SG FEM πολιτεία NOUN 1
πολιτεᾳ DAT.SG FEM πολιτεία NOUN 1
πολιτειᾴ DAT.SG FEM πολιτεία NOUN 1
πολιτεία̣ DAT.SG FEM πολιτεία NOUN 1