στέφανος

Count: 6

GEN.SG MASC στέφανος NOUN Stephanus
wreath, crown

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στέφανος NOM.SG MASC στέφανος NOUN 266
στέφανος NOM.SG NEUT στέφανος NOUN 4
στέφανος ACC.SG NEUT στέφανος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

στεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 178
Στεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 145
ϲτεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 10
Στέφανος GEN.SG MASC στέφανος NOUN 4
Στεφάνοιο GEN.SG MASC στέφανος NOUN 4
στεφάνους GEN.SG MASC στέφανος NOUN 2
στεφάνοῦ GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
στεφάνο GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
Στεφάνοιό GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
στεφάνω GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
Στεφάνουὥς GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1