παραλληλόγραμμα

Count: 6

NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN bounded by parallel lines

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

παραλληλόγραμμα NOM.PL NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 33
παραλληλόγραμμα ACC.PL NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 16
παραλληλόγραμμα NOM.PL NEUT παραλληλόγραμμος ADJ 12
παραλληλόγραμμα ACC.SG NEUT παραλληλόγραμμος ADJ 5
παραλληλόγραμμα NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος ADJ 4
παραλληλόγραμμα ACC.PL NEUT παραλληλόγραμμος ADJ 3
παραλληλόγραμμα VOC.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 1
παραλληλόγραμμα ACC.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

παραλληλόγραμμον NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 142
παραλληλόγραμμόν NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 1
παραλληλόγραμ|μον NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 1
παραλληλόγραμ NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 1