σκληροκάρδιον

Count: 6

ACC.SG NEUT σκληροκάρδιος NOUN hard-hearted, stubborn

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σκληροκάρδιον ACC.SG MASC σκληροκάρδιος ADJ 3
σκληροκάρδιον ACC.SG NEUT σκληροκάρδιος ADJ 2
σκληροκάρδιον NOM.SG NEUT σκληροκάρδιος ADJ 1
σκληροκάρδιον ACC.SG FEM σκληροκάρδιος ADJ 1
σκληροκάρδιον NOM.SG NEUT σκληροκάρδιος NOUN 1