χειροποίητα

Count: 6

ACC.PL NEUT χειροποίητος NOUN made by hand, artificial

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

χειροποίητα ACC.PL NEUT χειροποίητος ADJ 53
χειροποίητα NOM.PL NEUT χειροποίητος ADJ 19
χειροποίητα PRES ACT 3SG IND χειροποίητος VERB 1