ἐθελοντής

Count: 6

NOM.SG MASC ἐθελοντής NOUN volunteer

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐθελοντής NOM.SG MASC ἐθελοντής ADJ 3
ἐθελοντής NOM.SG FEM ἐθελοντής NOUN 1
ἐθελοντής PRES MID NOM.SG MASC PTCP ἐθελοντής VERB 1
ἐθελοντής PRF ACT NOM.SG MASC PTCP ἐθελοντής VERB 1
ἐθελοντής NOM.SG FEM ἐθελοντής ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ἐθελοντὴς NOM.SG MASC ἐθελοντής NOUN 46
ἐθελοντὴϲ NOM.SG MASC ἐθελοντής NOUN 2
Ἐθελοντήϲ NOM.SG MASC ἐθελοντής NOUN 1