μισοπόνηρος

Count: 6

NOM.SG MASC μισοπόνηρος NOUN hating knaves

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μισοπόνηρος NOM.SG MASC μισοπόνηρος ADJ 9
μισοπόνηρος NOM.SG FEM μισοπόνηρος ADJ 8