διακέκοπται

Count: 6

PRF MID 3SG IND διακόπτω VERB to cut in two, cut through

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διακέκοπται PRES MID 3SG SBJV διακόπτω VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διακεκόφαται PRF MID 3SG IND διακόπτω VERB 1
διακόπτηται PRF MID 3SG IND διακόπτω VERB 1
Διακέκοπται PRF MID 3SG IND διακόπτω VERB 1