σύμβουλός

Count: 6

NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN an adviser, counsellor

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σύμβουλός NOM.SG MASC σύμβουλος ADJ 4

Other Forms With Same Analysis

σύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 167
ξύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 15
ϲύμβουλοϲ NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 5
Σύμβουλός NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 2
σύμβουλον NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 1
ξύμβουλοϲ NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 1