περιβόλων

Count: 6

GEN.PL MASC περίβολος NOUN going round, encircling; (subst.) circuit of walls

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιβόλων GEN.PL NEUT περίβολος ADJ 22
περιβόλων GEN.PL MASC περίβολος ADJ 11
περιβόλων GEN.PL FEM περίβολος NOUN 6
περιβόλων GEN.PL NEUT περίβολος NOUN 6
περιβόλων GEN.PL FEM περίβολος ADJ 5
περιβόλων NOM.SG MASC περίβολος ADJ 1
περιβόλων ACC.SG MASC περίβολος ADJ 1