τελειότητός

Count: 6

GEN.SG FEM τελειότης NOUN completeness, perfection

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

τελειότητος GEN.SG FEM τελειότης NOUN 190
τελειότης GEN.SG FEM τελειότης NOUN 39
τελειότηϲ GEN.SG FEM τελειότης NOUN 2
Τελειότητος GEN.SG FEM τελειότης NOUN 2
τελειότηος GEN.SG FEM τελειότης NOUN 1