κροκοδείλοις

Count: 6

DAT.PL MASC κροκόδειλος ADJ a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκοδείλοις DAT.PL MASC κροκόδειλος NOUN 4
κροκοδείλοις DAT.PL NEUT κροκόδειλος NOUN 2
κροκοδείλοις DAT.PL NEUT κροκόδειλος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

κροκοδείλοισι DAT.PL MASC κροκόδειλος ADJ 1
κροκοδειλοδήκτοις DAT.PL MASC κροκόδειλος ADJ 1