διαφθείρει

Count: 6

PRES ACT 2SG IMP διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαφθείρει PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 206
διαφθείρει AOR ACT 3SG SBJV διαφθείρω VERB 1
διαφθείρει IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διάφθειρε PRES ACT 2SG IMP διαφθείρω VERB 3
διαφύλαττέ PRES ACT 2SG IMP διαφθείρω VERB 1
Διέφθειρε PRES ACT 2SG IMP διαφθείρω VERB 1
terreret PRES ACT 2SG IMP διαφθείρω VERB 1
διαφθεί PRES ACT 2SG IMP διαφθείρω VERB 1