διδασκάλων

Count: 6

PRES ACT NOM.SG MASC PTCP διδάσκαλος VERB a teacher, master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διδασκάλων GEN.PL MASC διδάσκαλος NOUN 314
διδασκάλων NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1