διπλασίονι

Count: 6

DAT.SG MASC διπλάσιος NOUN twofold, double, twice as much as, twice as many as, as long as

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διπλασίονι DAT.SG MASC διπλάσιος ADJ 14
διπλασίονι DAT.SG NEUT διπλάσιος ADJ 8
διπλασίονι DAT.SG NEUT διπλάσιος NOUN 7
διπλασίονι COMP DAT.SG MASC διπλάσιος ADJ 6
διπλασίονι DAT.SG FEM διπλάσιος NOUN 3
διπλασίονι DAT.SG FEM διπλάσιος ADJ 1